- προχαιρέτω
- προχαίρωrejoice beforehandpres imperat act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προχαίρω — Α 1. χαίρομαι από πριν («ὡσθ ἡμῑν συμβαίνειν τὸ προχαίρειν», Πλάτ.) 2. (η προστ.) προχαιρέτω ειρων. ας λείπει κάτι τέτοιο (Αισχύλ.) … Dictionary of Greek